- ἀπρόθυμα
- ἀπρόθῡμα , ἀπρόθυμοςunreadyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα … Dictionary of Greek
κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… … Dictionary of Greek
Δημήτριος ο Πολιορκητής — (336; – 283/2 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου και μνημονεύεται για πρώτη φορά στον πόλεμο εναντίον του Ευμένη (317). Το 312 διοικούσε τον στρατό του πατέρα του στη μάχη της Γάζας. Το 307 έγινε κύριος της… … Dictionary of Greek
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… … Dictionary of Greek
Έφεσος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στις εκβολές του Καΰστρου, στις ακτές του Αιγαίου. Η Έ. αναπτύχθηκε γύρω από το τιμημένο ιερό μιας προελληνικής θεότητας της ευφορίας, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη· αποικίστηκε από τους Ίωνες… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κάστρο, Φιντέλ — (Fidel Castro, 1927 –). Κουβανός πολιτικός, πρόεδρος της Κούβας (1959 ). Γιος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, όπου πήρε μέρος στο πολιτικό κίνημα των φοιτητών. Στη συνέχεια άσκησε για σύντομο χρονικό διάστημα το … Dictionary of Greek
Λούκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο στρατιώτης. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Αυγούστου. 2. Λ. ο βουλευτής. Καταγόταν από την Κυρήνη και μαρτύρησε επί Διοκλητιανού, με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 20… … Dictionary of Greek